- Κελτική
- ΚελτικόςCelticfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κελτικῇ — Κελτικός Celtic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελτία ή Κελτική — Ρωμαϊκή υποδιαίρεση της αρχαίας χώρας των Γαλατών. Τα όριά της προς ΒΑ αποτελούσαν ο Σηκουάνας, ο Μάρνης και τα Βόσγια, προς A o Ρήνος και οι Άλπεις, προς Ν οι ποταμοί Ροδανός και Γαρούνας και τα Πυρηναία. Το 51 π.Χ., μετά την υποταγή της στον… … Dictionary of Greek
Ελβέτιοι — Κελτική φυλή, που κατοικούσε αρχικά στην περιοχή ανάμεσα στον Μέλανα Δρυμό, στον Ρήνο και στον Μάιν, ενώ σύμφωνα με τον Ιούλιο Καίσαρα, η χώρα τους βρισκόταν στο σημερινό ελβετικό οροπέδιο. Στην ιστορία εμφανίστηκαν το 107 π.Χ. ως σύμμαχοι των… … Dictionary of Greek
Κελτικῆι — Κελτικῇ , Κελτικός Celtic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ГАЛЛИЯ — • Gallĭa, 1. η̉ Κελτική, впоследствии Γαλατία, также G. Transalpina (η̉ perάlpeioς Κελτική), в противоположность к G. Cisalpina (Верхней Италии), в правление Августа имела следующие границы: на юг Средиземное море, называвшееся в этой… … Реальный словарь классических древностей
νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… … Dictionary of Greek
σαλιούγκα — ἡ, Α (κατά τον Διοσκ.) το φυτό νάρδος η κελτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saliunca «κελτική νάρδος»] … Dictionary of Greek